- ἀστερόπληκτος
- ἀστερό-πληκτος, ον,A struck 'sine fulmine' (by a meteoric bolt), Seneca QN1.15.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
αστερόπληκτος — ἀστερόπληκτος, ον (Α) χτυπημένος από μετεωρίτη. [ΕΤΥΜΟΛ. < αστήρ ( έρος) + πληκτος < πλήσσω] … Dictionary of Greek
άστρο — και άστρι και αστρί, το (AM ἄστρον) 1. το αστέρι 2. ο έξοχος, ο υπέροχος («αυτός είναι άστρο», «Ἀκροκόρινθον Ἑλλάδος ἄστρον») νεοελλ. 1. ο αστερισμός, το ζώδιο κάθε ανθρώπου («γεννήθηκε σε καλό άστρο») 2. α) «άστρο της ημέρας» ο ήλιος β) «άστρο… … Dictionary of Greek